γλυκολάλητος

γλυκολάλητος
-η, -ο
αυτός που λαλεί ευχάριστα: Το δάσος αντηχούσε από τις φωνές γλυκολάλητων πουλιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλυκολάλητος — η, ο (για πουλιά) αυτός που έχει γλυκό κελάδημα …   Dictionary of Greek

  • γλυκόλαλος, -η — ο ο γλυκολάλητος, ο γλυκόηχος: Γλυκόλαλη φωνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”